- αναβλυστάνω
- ἀναβλυστάνω (ΑΜ)αναβλύζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + βλυστάνω «βλύζω»*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναβλυσθαίνω — ἀναβλυσθαίνω (Α) αναβλύζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών ρ. ἀναβλυστάνω, ἀναβλαστάνω (πρβλ. βλαστάνω*)] … Dictionary of Greek